- κεραμεικόν
- κεραμεικόςthe Potters' Quartermasc acc sgκεραμεικόςthe Potters' Quarterneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κεραμεικόν — Κεραμεικός the Potters Quarter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DEMARCHI — Graece Δήμαρχοι, dicebantur in eadem Rep. praefecti τῶ Δήμων, quos illi, quando necesse erat, convocabant, eâdem potestate, quam prius Ναυκράροι vel Ναυκλάροι habuerant, (ut scribir Harpocration in Lexico, et Scholiastes Aristophan. ad haec verba … Hofmann J. Lexicon universale
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek
ποδοτρόχαλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῷ ποδὶ τὸν κεραμεικὸν τροχὸν κινῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + τροχαλός (< τρέχω), πρβλ. περι τρόχαλος] … Dictionary of Greek